- νεονύμφων
- νεόνυμφοςnewly marriedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PARANYMPHUS — cuius mentio in c. Sponsus 23. distinct. ab antiquis Auspex dicebatur; praeerat enim nuptiis celebrandis, in quibus auspicium capere Romani consuevêre, et ideo a Graeeis Paranymphus appellabatur:O ac sicut auspex pro viro; ita pro parte Sponsae… … Hofmann J. Lexicon universale
ανακαλυπτήρια — Αρχαία ελληνική γιορτή, κατά την οποία η νύφη εμφανιζόταν την τρίτη μέρα του γάμου μπροστά στον σύζυγό της, στους συγγενείς και στους φίλους χωρίς το παρθενικό της κάλυμμα και δεχόταναπό αυτούς διάφορα δώρα που λέγονταν επίσης α. Η γιορτή αυτή… … Dictionary of Greek
επιστρόφια — και πιστρόφια, τα [επίστροφος] το πρώτο επίσημο τραπέζι τών νεόνυμφων και τών συγγενών και φίλων τού γαμπρού στο σπίτι τής νύφης μετά τον γάμο … Dictionary of Greek
ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
καλιά — η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ) νεοελλ. καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά) αρχ. 1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα 2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας 3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που… … Dictionary of Greek
καλορίζικος — η και ια, ο (Μ καλορρίζικος, η, ο) (συν. σε ευχετική πρότ.) 1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος 2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος 3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα με καλή … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μητροτοπικός — ή, ό (κοινων. ανθρωπολ.) όρος ο οποίος αναφέρεται σε τόπο εγκατάστασης που επιβάλλεται σε ένα ζευγάρι νεονύμφων και σύμφωνα με τον οποίο ο σύζυγος ή, σπάνια, ο αρραβωνιαστικός έρχεται να ζήσει με ή κοντά στην οικογένεια τής συζύγου του … Dictionary of Greek
νυμφώνας — ο (Α νυμφών) 1. ο θάλαμος τών νεονύμφων, νυφικός θάλαμος, νυφικό δωμάτιο 2. μτφ. η Εκκλησία («τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτἡρ μου, κεκοσμημένον», Ακολ. Μεγ. Δευτ.) αρχ. 1. ναός τού Διονύσου, τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης 2. είδος νούφαρου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek